- Αὐτόλυκον
- Αὐτόλυκοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
AUTOLYCUS — I. AUTOLYCUS Mercurii filius, qui proxima Parnassi loca furtis infestavit. Ovid. Mer. l. 11. v. 313. Nascitur Autolycus furtum ingeniosus ad omne. Martial. l. 8. Epigr. 59. v. 4. Non fuit Autolyci tam piceata manus. Sunt qui Iasonis comitem… … Hofmann J. Lexicon universale